- δαντελωτός
- -ή, -ό1. όποιος είναι στολισμένος με δαντέλες ή όποιος μοιάζει με δαντέλα («δαντελωτό φόρεμα»)2. όποιος έχει περίγραμμα ίδιο με την οδοντωτή πλευρά τής δαντέλας, κυματοειδής («δαντελωτά ακρογιάλια»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαντελωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. δαντελένιος. 2. μτφ., αυτός που έχει περίγραμμα όμοιο με δαντέλα: H Ελλάδα είναι φημισμένη για τις δαντελωτές ακρογιαλιές της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νταντελωτός — ή, ό βλ. δαντελωτός … Dictionary of Greek